Thursday, March 27, 2008

Χρήστος Δήμας "Ανάσα"


(από την ταινία του Χρήστου Δήμα Ο Ακροβάτης του Κήπου)
Κυκλοφόρησε η Ανάσα ένα κείμενο του Χρήστου Δήμα δέκα ετων,καταγραφη μιας ιδιαίτερης στιγμής του γνωστού σκηνοθέτη, τότε που ακόμα ο φόβος της νέας αρρώστιας ήταν θολός και μπερδεμένος.
Το βιβλίο συνοδεύεται με το dvd με την εικοσάλεπτη ομώνυμη ταινία του Δήμα, που αν δεν την έχετε δει, πραγματικά αξίζει να δείτε για παραπάνω από τρεις λόγους…
Διαβάζοντας το βιβλίο, πέρα από το εξομολογητικό του ύφος, υπάρχει και η ένταση η γνωστή των συναισθημάτων αυτών μετά από έναν χωρισμό που αποφασίζει ο ένας ενώ ο άλλος ακόμη μετράει τις διαστάσεις του άδειου και κρύου κρεβατιού.
Είναι μικρό. Διαβάζεται γρήγορα αλλά όχι εύκολα..
Ιδανική ανάγνωση , μεσημέρι στην Δ. Αρεοπαγίτου, σε παγκάκι και να φυσάει ένα ελαφρύ Αττικό αεράκι.
Να ξορκίσει την χαμένη αγάπη. Να σβήσει την άσχημη μνήμη(που όλοι λίγο πολύ έχουμε) να ξαναγεννήσει την ελπίδα για ζωή και δημιουργία..
Να πάει ως εκεί στη παραλία της Ελευσίνας...
Να ησυχάσουν πια οι νεκροί μας.
Να ησυχάσουμε και μείς.
(14 ευρώ μαζί με το dvd,εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης 2008)

2 comments:

ΕΥΟΙ! said...

γιατί όσοι έφυγαν μοιάζει πάντα να μας άφησαν Άνοιξη?
...πάντα μετά από ένα "μυστικό δείπνο" ή ένα γάμο, πάνω σε γιορτή ή μέρα που θέλαμε να θυμόμαστε για άλλα?
καλημέρα κι ας είναι το φως της ενιαίο σαν απόγεμα

Anonymous said...

Σαν υπαρξιακό παραλήρημα μια φλογισμένης αφύλαχτης ψυχής φαντάζει το δρώμενο «Αίμα κακό» του Αρη Ρέτσου (επεξεργασία κειμένου, σκηνοθεσία, ερμηνεία), βασισμένο στο αφήγημα το Αρτίρ Ρεμπό «Μια εποχή στην κόλαση» (1872).

Ενας απολογισμός του ποιητή ενίοτε ενεργειακά πολύ κοντινός μας, με τον εαυτό του («είμαι ασύδοτος... Θέλω ελευθερία μες στη σωτηρία»), τον Θεό («Τον καραδοκώ λαίμαργα»), την «πρόστυχη» γαλατική φυλή του («εξεγερθήκαμε μόνο για να λεηλατήσουμε»), τις επιστήμες («η επιστήμη διόρθωσε τα πάντα, χωρίς ν' αφήσει τίποτε όρθιο»), τη φύση («προσβλέπω στη φύση σαν θεά καλοσύνης»), τον θάνατο («δεν έχω το θάρρος να τον αγαπήσω»)...

Με πικρόχολο παλμό, διαταραγμένη λογική και ενδιάμεσες πινελιές εκθαμβωτικής νιότης, χαράς ζωής και τρελαμένων περιπλανήσεων σε πόλεις και πελάγη, καταγράφεται μια ψυχική διαδρομή που ξεκινά και καταλήγει σε μια απελπισία τόσο πολυδαίδαλη και προσωπική που δεν έχει εξήγηση. Η παράσταση οπτικοποιεί θραύσματα συλλογισμών, τα περισσότερα μετά βίας κατανοητά. Στον ηχογραφημένο μονόλογο, ο ηθοποιός (ύφος περιθωριακού, κουκούλα/σακίδιο) «μασάει» τις λέξεις, ψιθυρίζει σκέψεις σαν στον εαυτό του, σκυφτός, σε συνεχή κίνηση, συχνά με την πλάτη στην πλατεία -που δεν φαίνεται να τον πολυαπασχολεί- ή με το λιανό κορμί σε συλλαβισμούς παντομίμας, ενώ ένα πολύβουο ηχητικό χαλί (Σπύρος Αραβοσιτάς) μάς μισοκλέβει όσα καταφέρνουμε να συγκρατήσουμε.

Κι όμως, μας αφορά το μοναχικό, διανοητικό ταξίδι ενός μυαλού επώδυνα μετέωρου, όπου Ρεμπό και Ρέτσος ενώνονται σε μια κοινή χημεία, υπόγεια και ειλικρινή, που αντιστέκεται στον αυτάρεσκο, «ευτελή» χαρακτήρα της θεατρικής πράξης. Κι εδώ έγκειται η παραδοξότητα. Ο θεατής αισθάνεται λαθρακουστής μιας μύχιας εσωτερικής αναζήτησης και ταυτόχρονα μέτοχος άλλης μιας δημόσιας διαδικασίας προσποίησης, με την πλαστή αξιοπιστία ενός «θεάματος». *